Τετάρτη 1 Ιουνίου 2011

Πετρώνιος

Όχι μόνο δεν επέτρεψε
στο Νέρωνα
ν' απλώσει χέρι απάνω του
μα
ούτε στο Θάνατο δεν καταδέχτηκε να πάει.

Άλυπος, αόργητος, αρρενικός
κάλεσε γύρω του συμπότες
διέταξε: φώτα
εδέσματα
αυλούς
κ' ενώ οι παίδες γέμιζαν τους κύλικες
πήρε το μαχαίρι
το σίδερο δίστασε- εκείνος όχι
το νερό ταράχτηκε- εκείνος καθόλου
οι φίλοι είπαν μη- εκείνος δεν είπε τίποτα
με μια κίνηση έκοψε τις φλέβες
-δίχως να κόψει την κουβέντα-
και γύρεψε κρασί.

Το κύπελλο έκανε κύκλο
κάποιος πέταξε ένα πείραγμα,
εκείνος το γύρισε πίσω,
μάλωσε για κάτι ασήμαντο στον υπηρέτη
και
συνέχισε ν' ανοίγει και να κλείνει την πληγή
αφήνοντας το Θάνατο να περιμένει
σαν αχθοφόρος- έξω

Κανείς δεν τόλμησε να προσέξει
τη χλωμάδα π' απλωνόταν σιγά- σιγά
στ' αγαπημένο πρόσωπο.
Φρούτα και γέλια ζωντάνευαν τα στόματα
κι όταν το αίμα σώθηκε
κι ο Πετρώνιος ανεχώρησε
και μπήκε ο Θάνατος
-να διεκδικήσει το κουφάρι-
μόνον οι φλόγες των πυρσών
δεν μπόρεσαν να κρατηθούν
κι άρχισαν να τρέμουν.

(Από τη συλλογή: Το Φάντασμα του Υποβολέα, εκδόσεις Πλανόδιον)